σκουντουφλιάζω

σκουντουφλιάζω
αμετ. хмуриться, мрачнеть (о человеке)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Смотреть что такое "σκουντουφλιάζω" в других словарях:

  • σκουντουφλιάζω — σκουντουφλιάζω, σκουντούφλιασα, (σπάν.) σκουντουφλιασμένος βλ. πίν. 35 Σημειώσεις: σκουντουφλάω – σκουντουφλιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση εννοιών. Το σκουντουφλιάζω σημαίνει → γίνομαι σκουντούφλης, σκυθρωπός, ενώ το σκουντουφλάω →… …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκουντουφλιάζω — Ν [σκουντούφλης] γίνομαι κατσούφης, κατσουφιάζω, σκυθρωπάζω …   Dictionary of Greek

  • σκουντουφλιάζω — σκουντούφλιασα, γίνομαι σκυθρωπός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • σκουντουφλάω — (δε συνηθίζεται η κλίση σε ώ), σκουντούφλησα βλ. πίν. 58 Σημειώσεις: σκουντουφλάω – σκουντουφλιάζω : δεν πρέπει να γίνεται σύγχυση εννοιών. Το σκουντουφλιάζω σημαίνει → γίνομαι σκουντούφλης, σκυθρωπός, ενώ το σκουντουφλάω → σκοντάφτω ή παραπατάω …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • σκουντούφλιασμα — το, Ν [σκουντουφλιάζω] κατσούφιασμα, συνοφρύωση, σκυθρωπασμός …   Dictionary of Greek

  • σκυθρωπάζω — ΝΑ [σκυθρωπός] παίρνω σκυθρωπή έκφραση, γίνομαι σκυθρωπός, κατσουφιάζω, σκουντουφλιάζω αρχ. έχω χρώμα σκούρο, σκοτεινό ή λυπημένο και μελαγχολικό …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»